μετωποσκοπικός

μετωποσκοπικός
-ή, -ό (Α μετωποσκοπικός, -ή, -όν) [μετωποσκόπος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετωποσκοπία ή στον μετωποσκόπο («μετωποσκοπική μαντεία», Ιππόλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”